- Ἀργώ
- Ἀργώ the ship of Jason and the Argonauts.1
Μήδειαν ναὶ σώτειραν Ἀργοῖ καὶ προπόλοις O. 13.54
“θοᾶς Ἀργοῦς” P. 4.25ναὸς Ἀργοῦς P. 4.185
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Μήδειαν ναὶ σώτειραν Ἀργοῖ καὶ προπόλοις O. 13.54
“θοᾶς Ἀργοῦς” P. 4.25ναὸς Ἀργοῦς P. 4.185
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αργώ — αργώ, άργησα βλ. πίν. 73 (και ως απρόσ. αργεί) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Ἀργῶ — Ἀργός masc gen sg (doric aeolic) Ἀργώ Argo fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Ἀργώ Argo fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργώ — I (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, γνωστός από την αρχαιότητα. Πήρε το όνομά του από το περίφημο ομώνυμο πλοίο των Αργοναυτών. Ο αστερισμός αυτός καλύπτει μεγάλη έκταση στην ουράνια σφαίρα και δεν αναφέρεται με αυτή την ονομασία… … Dictionary of Greek
Ἀργώ — Ἀργός masc nom/voc/acc dual Ἀργώ Argo fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργώ — ησα 1. δεν εργάζομαι, έχω αργία: Το κατάστημα εκείνη την ημέρα αργούσε. 2. αργοπορώ, χασομεράω: Αργείς πολύ να ετοιμαστείς και δε θα προλάβουμε. 3. καθυστερώ στην εκτέλεση κάποιου έργου: Ο Θεός αργεί, αλλά δε λησμονεί. 4. απέχω χρονικά: Αργούν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀργῶ — ἀργέω to be unemployed pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀργέω to be unemployed pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀργός 1 shining masc/neut gen sg (doric aeolic) ἀ̱ργῶ , ἀργός 2 not working the ground masc/neut gen sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργῷ — Ἀργός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργῷ — ἀργός 1 shining masc/neut dat sg ἀ̱ργῷ , ἀργός 2 not working the ground masc/neut dat sg ἀ̱ργῷ , ἀργός 2 not working the ground masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργώ — ἀργός 1 shining masc/neut nom/voc/acc dual ἀ̱ργώ , ἀργός 2 not working the ground masc/neut nom/voc/acc dual ἀ̱ργώ , ἀργός 2 not working the ground masc/fem/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄργω — Ἄργος masc nom/voc/acc dual Ἄργος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄργῳ — Ἄργος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)